12 Δεκεμβρίου 1946. Λίγες μέρες πριν από τα Χριστούγεννα μιας ακόμα δύσκολης χρονιάς για την Ελλάδα που πριν ακόμα συνέλθει από τη ναζιστική λαίλαπα βρίσκεται αντιμέτωπη με τη φρίκη του Εμφυλίου.
Το βράδυ εκείνο, σε ένα μικρό χωριό του Δομοκού, 30 χιλιόμετρα μακριά από τη Λαμία, στη γραφική Ξυνιάδα, γεννιέται ο μικρός Αθανάσιος. Το αγόρι θα γίνει το νέο μέλος της οικογένειας του Νικόλαου Σύρου και της Πολυξένης, δυο βιοπαλαιστών με βαθιά πίστη στον Θεό. Με στερήσεις και δυσκολίες θα μεγαλώσουν τα παιδιά τους, μεταδίδοντάς τους τη φλόγα της πίστης. Έτσι θα μεγαλώσει σιγά σιγά και ο μικρός Αθανάσιος, που από τα πρώτα χρόνια της ζωής του θα δείξει την κλίση του προς την Εκκλησία και τον Θεό.Κανείς όμως δεν μπορούσε τότε να φανταστεί ότι το μικρό παιδί είχε να επιτελέσει μια θεία αποστολή, που θα άλλαζε για πάντα τον τόπο καταγωγής του.
30 Απριλίου 1954, ημέρα Παρασκευή, της Ζωοδόχου Πηγής. Ο μικρός Θανάσης είναι πλέον 8 ετών. Την ημέρα εκείνη ο Εγκέλαδος συγκλονίζει την περιοχή της Θεσσαλίας και αφήνει πίσω του εκατοντάδες θύματα και καταστροφές. Το ίδιο πρωί στην Ξυνιάδα ο Θανάσης παίζει με τους φίλους του στην πλαγιά του βουνού. Ξαφνικά σταματά το παιχνίδι γιατί βλέπει να τον πλησιάζει μια ξυπόλητη μαυροφορεμένη γυναίκα. Η άγνωστη σταματά και αρχίζει να κάνει μετάνοιες. Από το σημείο εκείνο αναβλύζει μια γλυκιά ευωδία.
Τότε ο μικρός Αθανάσιος γυρνά στους φίλους του και τους λέει: «Παιδιά, για δείτε εκείνη τη γιαγιά που κάνει μετάνοιες». Οι φίλοι του όμως δεν έβλεπαν τίποτα. Νόμιζαν ότι τους κορόιδευε και δεν έδωσαν σημασία. Ο Θανάσης, όμως, επέμενε ότι βλέπει τη γυναίκα και τα παιδιά έσπευσαν στο χωριό να φωνάξουν τους μεγαλύτερους. Κανείς απ’ όσους έφτασαν στο σημείο δεν έβλεπε το πρόσωπο που περιέγραφε το μικρό παιδί. Σε λίγο η γυναίκα εξαφανίστηκε, όμως το περίεργο περιστατικό αναστάτωσε όλο το χωριό. Ο μικρός Θανάσης απογοητευμένος επιστρέφει στο σπίτι του. Εκείνο το βράδυ όμως έμελλε να είναι το σημαντικότερο της ζωής του.
Το παιδί ξάπλωσε να κοιμηθεί δίπλα στους γονείς του και στ’ άλλα του αδέλφια. Ξαφνικά στον ύπνο του εμφανίζεται και πάλι η μαυροφορεμένη γυναίκα, που αυτήν τη φορά έχει ένα φωτεινό στεφάνι στο κεφάλι της και ο μικρός τρομαγμένος τη ρωτά: «Γιαγιά, ποια είσαι εσύ και τι θέλεις από μένα; Φοβάμαι!». Και τότε η μαυροφόρα τού λέει: «Μη φοβάσαι, μικρέ μου, εγώ είμαι η μητέρα του Χριστούλη, που τόσο τον αγαπάς, και μ’ έστειλε να αποκαλύψω σε σένα που έχεις καθαρή καρδιά και αγνή ψυχή, ότι στο σημείο όπου με είδες, εκεί να σκάψετε και θα βρείτε την εικόνα μου. Εκείνο το σημείο να γίνει τόπος λατρείας, να γίνει ένας ναός, ένας άγιος τόπος». Με τα λόγια αυτά η γυναίκα χάθηκε.
Το μικρό παιδί, συγκλονισμένο από την εμφάνιση της Παναγίας, ξυπνά τους γονείς του και αρχίζει να τους διηγείται με κάθε λεπτομέρεια τη δεύτερη εμφάνιση της Θεοτόκου. Το πρωί τρέχει να χτυπήσει την καμπάνα και το νέο δεν άργησε να διαδοθεί σε όλο το χωριό. Δυστυχώς, όμως, οι αντιδράσεις των κατοίκων μόνο θετικές δεν ήταν. Κανείς δεν πίστεψε το αγόρι. Το θεώρησαν φαντασιόπληκτο και «περίεργο». Σύντομα, μάλιστα, φρόντισαν να τον απομονώσουν, αποφεύγοντάς τον, ενώ συχνά τον απόπαιρναν και τον έδιωχναν με προσβλητικές φράσεις! Ο Θανάσης σε αυτή την ευαίσθητη ηλικία και σε μια μικρή κοινωνία αντιμετώπισε πλέον το στίγμα του «τρελού του χωριού». Ο μικρός ακάθεκτος, παρά τις προσβλητικές συμπεριφορές, συνέχισε να πιστεύει και έφτιαξε στο σημείο όπου του είχε υποδείξει η Παναγία ένα μικρό εκκλησάκι με πέτρες που μάζεψε μόνος του. Έβαλε μέσα μια εικόνα και ένα καντηλάκι και περνούσε όλη την ημέρα του εκεί με προσευχές. Το παιδί ήταν πλέον πλήρως απομονωμένο. Γινόταν αντικείμενο χλεύης και ειρωνείας. Στις συνεχείς παρακλήσεις του να σκάψουν εκεί όπου του είπε η Παναγία κανείς δεν ανταποκρίθηκε και η Αστυνομία δεν έδωσε άδεια.
Πέρασαν από τότε οκτώ χρόνια. Την περίοδο εκείνη το χωριό έπληξε μια θανατηφόρα ασθένεια που προκάλεσε τον θάνατο των ζώων. Ορισμένοι κάτοικοι σκέφτηκαν για πρώτη φορά τότε ότι ο μικρός Θανάσης μπορεί και να έχει δίκαιο. Στην απελπισία τους, λοιπόν, άρχιζαν να σκέπτονται μήπως πράγματι έπρεπε να ψάξουν για την εικόνα.
Στις αρχές Ιουνίου του 1962 πήγε στην Ξυνιάδα ένα σκαπτικό μηχάνημα για να ανοίξει τους δρόμους του χωριού. Οι κάτοικοι τότε παρακάλεσαν τον χειριστή, μόλις τελειώσει τη διάνοιξη, να κάνει τον κόπο να σκάψει και στο μέρος όπου έλεγε ο Αθανάσιος ότι του υπέδειξε η Παναγία. Ο χειριστής του μηχανήματος, που ονομαζόταν Ηλίας Σάλτας και καταγόταν από το χωριό Σταυρός Λαμίας, δεν ήθελε να σκάψει και αντέδρασε.
Τότε επενέβη ένας άλλος Λαμιώτης, ο Σπύρος Χουλιάρας, υπάλληλος του υπουργείου Οικονομικών, ο οποίος είχε ακούσει από τη μητέρα του για τις εμφανίσεις της Παναγίας. Ο Χουλιάρας, αντιλαμβανόμενος τις αντιδράσεις του οδηγού, κάλεσε σε σύσκεψη τις Αρχές της κοινότητας (τον πρόεδρο του χωριού, τον δάσκαλο, τον ιερέα, τις αστυνομικές Αρχές και το εκκλησιαστικό συμβούλιο) και όλοι μαζί πήγαν και παρακάλεσαν τον χειριστή, τον οποίο και τελικά έπεισαν.
Το μηχάνημα ξεκίνησε να σκάβει και να βγάζει χώματα στο συγκεκριμένο σημείο κι όλο το χωριό μαζεύτηκε, περιμένοντας με αγωνία. Ο χειριστής, μετά την πρώτη εκσκαφή, επιχειρεί και δεύτερη, χωρίς αποτέλεσμα. Αρχίζει να βλαστημά και επιχειρεί και τρίτη φορά, χωρίς αποτέλεσμα και πάλι. Η μηχανή πλέον είχε σταματήσει. Τότε ο αστυνομικός που ήταν κοντά στο σημείο βλέπει δίπλα στο μαχαίρι του μηχανήματος, κοντά στη ρίζα ενός πουρναριού, την εικόνα της Παναγίας.
Τα όσα συνέβησαν εκείνη τη στιγμή δεν περιγράφονται. Όλοι όσοι ήταν εκεί, έπεσαν, γονάτισαν και προσκύνησαν την άγια εικόνα της Παναγίας, ενώ ζητούσαν με δάκρυα στα μάτια τη Χάρη Της. Μερικοί έτρεξαν και χτύπησαν την καμπάνα για να ειδοποιηθούν και οι άλλοι οι κάτοικοι που ήταν στα χωράφια. Άλλοι έτρεξαν κι αγκάλιασαν τον δεκαεξάχρονο πια Αθανάσιο και του ζητούσαν να τους συγχωρήσει. Ο χειριστής του μηχανήματος έπεσε κλαίγοντας και προσκύνησε την εικόνα και παρακαλούσε να τον συγχωρήσει η Θεοτόκος.
Η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας κρυβόταν, σε βάθος ενάμισι μέτρου, επί αιώνες. Είναι μικρού μεγέθους και φέρει την επιγραφή «Μήτηρ Θεού Ελεούσα». Κατά τη γνώμη των ειδικών, ανήκει στην εποχή της εικονομαχίας και διατηρήθηκε μέσα στο χώμα τόσους αιώνες χωρίς να πάθει τίποτε.
Ο 16χρονος πλέον Θανάσης από «τρελός» έγινε ο ήρωας του χωριού. Ο ίδιος δικαιωμένος, αλλά ταπεινός ήξερε τον δρόμο του. Λίγο μετά έγινε μοναχός, το 1971 διάκονος και το 1976 ιερέας.
Στη ρίζα του πουρναριού, εκεί όπου βρέθηκε η εικόνα, χτίστηκε ένα μικρό εκκλησάκι.
Ο μικρός αυτός ναός, όμως, δεν εξυπηρετούσε τις ανάγκες των όλο και αυξανόμενων προσκυνητών με αποτέλεσμα αργότερα να χτιστεί ένας μεγαλύτερος. Ο πατήρ, πλέον, Αθανάσιος εξασφάλισε με προσωπικές προσπάθειες τον πλήρη εξοπλισμό και σχεδόν με τα χέρια του έχτισε τελικά ένα μεγαλοπρεπές μοναστήρι.
Το Ιερό Προσκύνημα εορτάζει δύο φορές τον χρόνο: την ημέρα της εύρεσης της εικόνας, δηλαδή την 21η Ιουνίου, και τη 15η Αυγούστου, την ημέρα της Κοίμησης της Θεοτόκου. Είναι ένας από τους σημαντικότερους θρησκευτικούς τόπους της Ελλάδας με χιλιάδες προσκυνητές. Σειρά θαυμάτων αποδίδονται στη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Ελεούσας και έχουν καταγραφεί σε ειδικό τόμο.
«Κι εμένα στην αρχή δεν με πίστευαν οι άνθρωποι»
Ο π. Αθανάσιος, που είχε την ευλογία να δει την Παναγία, αν και γίνεται πόλος έλξης των πιστών, που σπεύδουν να τον γνωρίσουν, παραμένει αγνός και ταπεινός. Με απλότητα και με αφοπλιστική ειλικρίνεια, όταν του ζητήσαμε να μιλήσει στην «κυριακάτικη δημοκρατία», μας απάντησε: «Εγώ, παιδί μου, δεν έχω τη μόρφωση και τη δύναμη. Να ξέρετε όμως ότι τα θαύματα γίνονται και θα γίνονται μέχρι τη συντέλεια του κόσμου. Και μένα με έλεγαν στη αρχή “χαϊβάνι” και δεν με πίστευαν, αλλά η Παναγία τελικά έκανε το θαύμα της. Παρόμοιο θαύμα ήταν και το μοναστήρι. Όλα με τα χέρια τα φτιάξαμε. Τίποτα δεν είχαμε, όλα έγιναν από τους πιστούς. Όσα μου συνέβησαν δεν τα έζησα μόνο εγώ αλλά ένα ολόκληρο χωριό».
Η εικόνα της Παναγίας επενδύθηκε με ασήμι και σήμερα δεσπόζει στον ναό του μοναστηριού, όπου ο π. Αθανάσιος υποδέχεται με αγάπη όσους τον επισκέπτονται. Παραμένει αγνός και αυθεντικός, όπως ένα οκτάχρονο παιδί.
Δημήτρης Ριζούλης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου