Το κείμενο που ακολουθεί, περιγράφει μια «αυτοεξομολόγηση» και δεν αποτελεί υποκειμενική εξομολόγηση. Ίσως, σε μερικά σημεία, οι περιγραφές να είναι ωμές και κυνικές, αλλά αυτό οφείλεται στο προσωπικό ύφος του γράφοντος. Τα γεγονότα είναι παρμένα από την καθημερινή ζωή ενός μέσου Έλληνα, τα οποία χρησιμοποιούνται για την «ψυχική» προσέγγιση του ανθρώπου που έχει χάσει το σκοπό και το νόημα της ζωής του. Στην προσπάθειά του να «επαναπροσδιορίσει» ποιός είναι και πού βαδίζει, ανακαλύπτει πως δίπλα του υπάρχει μια μεγάλη αγκαλιά, του Γλυκύτατου Θεού, Πατέρα και Δημιουργού, που τον περιμένει πάντα με αγάπη, στοργή και υπομονή και πολύ περισσότερο όταν αμαρτάνει.
Κύριε ημών Ιησού Χριστέ, Πατέρα Παντοκράτορα
Συγχώρεσέ με τον αμαρτωλό για το θράσος και την τόλμη μου, ν’ αποταθώ σε Σένα και να γράψω αυτήν εδώ την επιστολή.
Είναι αρκετός καιρός που το σκέφτομαι – κάτι που μόνο Εσύ γνωρίζεις καλά – και προσπαθώ να κάνω, αλλά και συνάμα αναβάλλω μεταθέτοντάς το «για αργότερα», όταν άλλες «προτεραιότητες» τις οποίες εγώ επιτρέπω, κερδίζουν την πρωτοκαθεδρία και χάνω για μια ακόμη φορά στη μάχη του νου και της ψυχής με τους λογισμούς.
Πήρα λοιπόν από μόνος μου το θάρρος, γιατί το ποτήρι της ψυχής μου έχει ξεχειλίσει από την αμαρτία…οι λογισμοί έχουν μεταποιήσει το μυαλό μου σε εργοστάσιο παραγωγής φριχτών και αποτρόπαιων σκέψεων, σχεδίων και επιχειρήσεων που με ταχύτητα φωτός έχουν ήδη ολοκληρωθεί και απαιτούν την υλοποίησή τους.
Νιώθω βαρύς, βαρύς και ασήκωτος από την ακηδία. Προσπαθώ να τηρήσω τις εντολές Σου, να υπακούσω στους Θείους Κανόνες Σου, αλλά μάταια. Νιώθω έντονα τυλιγμένος σε μια λάσπη με έντονη δυσοσμία και προσπαθώ ν’ αποτελματωθώ…εκεί που αρκετό καιρό πριν βρισκόμουν και τίποτα απ’ τα παραπάνω μέχρι πρότινος δε μ’ ενοχλούσε… απεναντίας μου άρεσε.
Ναι Ουράνιε Πατέρα μου, αλήθεια Σου λέω. Μέσα στα χιλιάδες ψέματα που έχω πει, στην ψεύτικη και αμαρτωλή ζωή μου, αυτή είναι μια από τις λίγες αλήθειες και μάλιστα η μεγαλύτερη.
Τολμώ να μιλήσω απευθείας Σε Σένα, γιατί Εσύ Είσαι Ο Δημιουργός μου, Ο πραγματικός και αληθινός Πατέρας μου, που με Δέχεσαι χωρίς «ραντεβού», χωρίς χρονικούς περιορισμούς, γραφειοκρατικές διαδικασίες και χωρίς «ωράριο». Τα Αφτιά Σου και η Αγκαλιά Σου, είναι πάντα ανοιχτά για μένα και τον κάθε «εμένα» που θέλει να Σου μιλήσει, να προστρέξει σε Σένα, να Σε παρακαλέσει, να αιτηθεί, αλλά και να ευχαριστήσει. (αλήθεια, το τελευταίο πόσοι άραγε από εμάς θυμούνται να το κάνουν καθώς και πόσοι ξέρουν πότε πρέπει να το κάνουν;)
Στην προσπάθειά μου αυτή να επι-κοινωνήσω μαζί σου, χρησιμοποιώντας το «κινητό τηλέφωνο τελευταίας τεχνολογίας», το οποίο εδώ και πάνω από 2000 χρόνια Εσύ μου χάρισες και λέγεται ΠΡΟΣΕΥΧΗ, συνεχώς αποτυγχάνω. Ο «μισόκαλος» εχθρός μου, αυτός ο «μισάνθρωπος», έχει «στήσει» ραντάρ «πνευματικών παρεμβολών» τα οποία λειτουργούν έντονα και κυρίως τη στιγμή εκείνη και δεν ξέρω αν οι φωνές που ακούω μέσα μου είναι οι δικές Σου ή οι δικές του. (για το μόνο που είμαι σίγουρος είναι ότι ποτέ δε θα μου μιλήσει για ταπείνωση, έλεος καθώς και για το Άγιο Πνεύμα)
Είναι τόσα πολλά αυτά που θέλω να Σου πω, που δεν ξέρω πόσες σελίδες ή βιβλία θα χρειαστεί να γράψω, προκειμένου να επιτύχω να συγκεντρωθώ πνευματικά και ν’ «αδειάσω» την ψυχή μου Σε Σένα. Δε θα Σου πω τίποτα το άγνωστο. Εσύ Γνωρίζεις τα πάντα για μένα…κι ας νομίζω εγώ πως ξέρω τον εαυτό μου.
Μάλλον θα πρέπει να Σου πω για όλη τη μέχρι τώρα ζωή μου, η οποία μοιάζει με ένα τεράστιο κουτί του οποίου το περίβλημα είναι ολόχρυσο, προκαλώντας την προσοχή και το θαυμασμό των θεατών του, ενώ αντίθετα το περιεχόμενό του αναπέμπει δυσοσμία, απέχθεια και αποστροφή.
Δεν ξέρω ειλικρινά Θεέ μου, από πού ν’ αρχίσω και που να καταλήξω. Ας είναι καλά ο καθηγητής που μου έμαθε να γράφω έκθεση κι έτσι θα προσπαθήσω να δομήσω αυτό το «κείμενο ψυχής», προκειμένου από κάπου να ξεκινήσω και στην πορεία της γραφής του, να διαπιστώσω πού και πώς θα καταλήξω.
Αλήθεια Θεέ μου, από τη στιγμή που ήρθα στον κόσμο μέχρι και σήμερα, δεν κατάλαβα το σκοπό για τον οποίο ζω. Δεν Σου το λέω ούτε για να ελαφρύνω τη θέση μου, ούτε για να δικαιολογήσω όλα τα «αδικαιολόγητα».
Κανείς, ή τουλάχιστον «σχεδόν κανείς», δε μου εξήγησε το σκοπό της ύπαρξής μου επάνω στον πλανήτη. Κάποιος μου έλεγε :«Ζήσε το σήμερα σα να είναι η τελευταία μέρα της ζωής σου». Άλλος πάλι με συμβούλευε : «Ν’ ασχολείσαι με πολλά και να μην αφήνεις το χρόνο σου να κυλάει άπρακτος. Έτσι δε θα σκέφτεσαι και δε θα πλήττεις από ανία». Ένας τρίτος πρόσθεσε : «Η φιλοσοφία της σημερινής ζωής είναι απλή. Δε χρειάζεσαι τίποτα παραπάνω από ένα σπίτι, καλό φαγητό, καλό σύντροφο, αγάπη, τρυφερότητα, έρωτα και όμορφη καθημερινότητα». Κάποιος επίσης συμπλήρωνε: «Να κάνεις πολλά ταξίδια και να γνωρίζεις άλλους ανθρώπους, άλλες πολιτισμικές κουλτούρες και ν’ αφομοιώνεις τα καλά για σένα».
Αυτά κι άλλα πολλά έχω ακούσει Ουράνιε Πατέρα Μου, τα οποία όπως Σου προείπα Γνωρίζεις καλύτερα από μένα, για μένα. Με άλλα λόγια, «τα καλά και συμφέροντα», έτσι ώστε ν’ αποκτήσω τη δική μου «φιλοσοφία» για τη ζωή, να προσαρμοστώ σε πρότυπα δικά μου, τα οποία έπλασα «όπως ακριβώς με βόλευαν», ενώ παράλληλα να ονομάζομαι «Ορθόδοξος Χριστιανός» και χρησιμοποιώντας Εσένα, εκεί που με συμφέρει (συνήθως στην προσπάθειά μου να πείσω κάποιον ότι εγώ είμαι «καλός άνθρωπος» και διαφέρω από τους άλλους τους «κοινούς», που υστερούν σε ακαδημαϊκή μόρφωση ή «πνευματικό επίπεδο» από εμένα), να «αυτοπροβάλλομαι», επιτυγχάνοντας «δια μέσω» του Ονόματός Σου, να αποκομίζω τα πιο ευμενή σχόλια για το «εγώ» μου.
Έτσι άρχισα να πέφτω σε πλάνες και τελικά κατάφερα κι έπλασα το «δικό μου» Χριστιανισμό, ο οποίος περιλαμβάνει «τα πάντα», σαν ένα κοστούμι «κομμένο και ραμμένο στα μέτρα μου». Κι εκεί μέσα, σ’ αυτή την πλάνη ζω τη ζωή μου εδώ και χρόνια ανενόχλητος. Δε χρειάζεται να μ’ ενοχλεί ούτε καν ο «μισόκαλος» εχθρός μου, αφού μ’ έχει πλέον «τακτικό πελάτη» στο «κατάστημα της αμαρτίας».
Παράφρασα και παραποίησα δηλαδή τους δικούς Σου Θείους Κανόνες, τους οποίους μάλιστα «εκσυγχρόνισα», γιατί εγώ έκρινα πως όταν Εσύ τους όρισες, ήταν χιλιάδες χρόνια πριν και δεν είχαν καθόλου «στοιχεία» από το «σύγχρονο» τρόπο ζωής, από την «άνεση» και τον «πολιτισμό» που μου προσφέρει η τεχνολογία. Τους θεώρησα μάλιστα ως «παρωχημένους» και «αναχρονιστικούς».
Δεν άνοιξα ποτέ την Αγία Γραφή. Μόλις δειλά που πρόλαβα να διαβάσω τον πρόλογο του εκδότη, να χαϊδέψω το εξώφυλλο και να ξεφυλλίσω το βιβλίο για να δω τον αριθμό των σελίδων. (πού χρόνος για μελέτη της Αγίας Γραφής! Ουφφφ! Δεν μας παρατάνε κι αυτοί οι παπάδες… αλήθεια, ας μπω στη σελίδα του Ολυμπιακού να δω τι θα κάνει στο φετινό πρωτάθλημα).
Για προσευχή, ούτε λόγος! Σπάνια έκανα μια τυπική προσευχή, ειδικά όταν ένιωθα την αμαρτία να με βαραίνει έντονα κι αυτό κυρίως για να ζητήσω πάλι να Με συγχωρήσεις. (αλήθεια έκανα ποτέ κάτι άλλο πέραν του να Σου ζητάω μόνο;)
Που και που πηγαίνω στην εκκλησία κι αν προλάβω το «δι’ ευχών» και πάρω αντίδωρο, καμαρώνω σα γύφτικο σκεπάρνι ότι πήγα στην εκκλησία. (δηλαδή περπάτησα ή πήγα με το αυτοκίνητο μέχρι το ναό, μπήκα μέσα με καμάρι κοιτώντας γύρω μου μήπως και δω κάποιο γνωστό για να επιβεβαιωθώ πως με είδε, άναψα μερικά κεριά, ασπάσθηκα με προσποιητή ευλάβεια τις εικόνες, πήρα το αντίδωρο και μιας και πεινούσα, αφού τα σουβλάκια και οι μπύρες το προηγούμενο βράδυ ή το ουίσκι με coca-cola που έπινα στο «μπαράκι» για να σβήσω τους «καημούς» μου, δημιούργησαν «καούρες» στο στομάχι, πήρα να φάω λίγα κόλλυβα από το μνημόσυνο, έτσι δήθεν «για να συγχωρεθεί» ο νεκρός κι εγώ να ικανοποιήσω «ευλαβώς» την πείνα μου).
Κάνω το σταυρό μου επιδεικτικά, όταν τύχει και περάσω έξω από κάποια εκκλησία και αφού το προσέξω, διότι η δυνατή μουσική που ακούω από το mp3 του αυτοκινήτου (με ενισχυτή και subwoofer), μου έχει πάρει εντελώς το μυαλό. Θέλω απλά να δείξω στην κοπέλα που είναι μαζί μου ή στον παρακείμενο συνεπιβάτη μου, ότι είμαι καλός άνθρωπος, «της εκκλησίας», όπως συνηθίζεται να λέγεται στις μέρες μας.
Επανέρχομαι Ουράνιε Πατέρα μου στο αρχικό μου ερώτημα που αφορά στο σκοπό και στην αποστολή μου επάνω στον πλανήτη γη. ΕΣΥ μου έχεις ήδη Απαντήσει εδώ και χιλιάδες χρόνια, από τότε που Με Έπλασες, «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση». Μου Έδωσες το «κατ’ εικόνα» και από μένα Ζήτησες ν’ αγωνισθώ για το «καθ’ ομοίωση», δηλαδή με Κάλεσες να γίνω «κατά χάριν θεός».
Δυστυχώς όμως Θεέ μου, ούτε το ένα κατάλαβα και κατά συνέπεια ούτε και το άλλο. ΕΣΥ μέσα από το «κατ’ εικόνα» μου Έδωσες όλα εκείνα τα χαρίσματα ως εφόδια που πρέπει να χρησιμοποιήσω σωστά για να πετύχω το «καθ’ ομοίωση», αλλά εγώ άκουσα και παρασύρθηκα από τον «μισόκαλο» κάνοντας κατάχρηση, ή αλόγιστη χρήση στα τάλαντά Σου.
Συνεχίζοντας λοιπόν αυτή την «κατάθεση ψυχής» που Σου κάνω εδώ και «αδειάζοντας» όλο το «είναι» μου σε Σένα, ντρέπομαι να Σου μιλήσω για κάποιες ακατονόμαστες «σκέψεις» ή και πράξεις μου. Αλήθεια, πώς να το κάνω; Άλλωστε από εκεί ψηλά που Εσύ Βρίσκεσαι, τα Έχεις Δει ΟΛΑ! Τι να Σου πω Ουράνιε Πατέρα μου;
Μου Έδωσες «λογικό νου», για να ξεχωρίζω το καλό από το κακό. Μου Καθόρισες πως «κακό είναι ό,τι αντιτίθεται στους κανόνες Σου και στο Θέλημά Σου».
Αυτό το άκουσα, αλλά συνάμα άκουσα και τον «άλλο» που μου είπε:«Αφού δε σκότωσες άνθρωπο, δεν έκανες κανένα κακό» καθώς επίσης και «να μη ζορίζω τον εαυτό μου όταν δε χρειάζεται». Κι έτσι εγώ, αφέθηκα, έρμαιο των παθών και της τύχης, επιτρέποντας τη συνείδησή μου απλά να με ελέγχει περιοδικά, ώστε να έχω μια «τυπική» αυτογνωσία και τίποτε παραπάνω.
Αφοσιώθηκα με πάθος σε σπουδές, σε καριέρα, σε δουλειά και απομάκρυνα εντελώς το πνεύμα μου από τους Νόμους και τους Θείους Κανόνες σου. Στις δυσκολίες που κατά καιρούς αντιμετώπιζα στη δουλειά μου, θυμόμουν να κάνω το σταυρό μου και να έχω το θάρρος, το θράσος και την απαίτηση να με βοηθήσεις για να «πάνε όλα καλά». Και όταν πετύχαινα το σκοπό μου, αν μου είχε μείνει λίγο μυαλό από τη μέθη της χαράς και της επιτυχίας, Σου έλεγα κι ένα «ευχαριστώ».
Φρόντιζα να είμαι «εντάξει» στις κοινωνικές μου υποχρεώσεις… στο «φαίνεσθαι» ήμουν πρώτος. Γάμοι, βαφτίσεις, δώρα, «θεαθήναι», δεν έλειπαν από το πρόγραμμά μου. Προσερχόμουν στους ιερούς ναούς για να με δουν και να πουν πως ήρθα κι εγώ, όχι για να προσευχηθώ, ούτε να ζητήσω το έλεός Σου για τις αμαρτίες που κάνω κάθε δευτερόλεπτο με τους λογισμούς μου, αλλά για να καθίσω στο προαύλιο καπνίζοντας τσιγάρο και χαζολογώντας για τα «φλέγοντα» θέματα που δεν είναι άλλα από τα αθλητικά και τα οικονομικά. Κι όταν το μυστήριο τελείωνε, πήγαινα κι εγώ με τη σειρά μου να ευχηθώ, απλά «για να μη δείξω το ζωώδη χαρακτήρα μου», μιας και ήρθα για το «τραπέζι» που ακολουθούσε και όχι για το μυστήριο. Τη μία μου «έφταιγε» ο παπάς γιατί «μασούσε» τα λόγια του και «τα έλεγε γρήγορα», ενώ την άλλη, πάλι μου «έφταιγε» ο παπάς γιατί τα έλεγε «αργά και καθαρά», το μυστήριο διαρκούσε περισσότερο κι αυτό μ’ ενοχλούσε, γιατί εγώ πεινούσα και βιαζόμουν να καθίσω στο τραπέζι. Πάντα, «κάποιος άλλος» έφταιγε, ή «έπρεπε» να φταίει, αλλά ποτέ εγώ.
Όταν άκουγα συζητήσεις σχετικές με Εσένα και το Άγιο Όνομά Σου, έτρεχα πρώτος και καλύτερος για να κάνω στους άλλους «επίδειξη γνώσεων» και να μου πουν «μπράβο, που τα ξέρεις εσύ όλα αυτά;» και με τη σειρά μου ν’ απαντήσω πως «διαβάζω τα Άγια Βιβλία Σου»… δηλαδή Σε Μετέτρεψα Σε «προϊόν» αυτοπροβολής μου. Για μια ακόμη φορά λοιπόν, το εγώ μου, «πάνω απ’ όλα, ακόμη κι από Εσένα». Κι αν, κάποια «νόστιμη» ομορφούλα της παρέας, έλεγε: «Εγώ πιστεύω ότι υπάρχει μια ανώτερη δύναμη που κυβερνάει τον κόσμο» και δεν παραδεχόταν την Ύπαρξή Σου ως Ένας και Μοναδικός Τριαδικός Θεός, εγώ συμφωνούσα μαζί της, μήπως και καταφέρω «πιάνοντας κουβέντα», να προχωρήσω…πιο πέρα μαζί της. Σε απαρνιόμουν, με το χειρότερο και εξευτελιστικότερο τρόπο, αγνοώντας πως ότι κι αν έκανα, θα είχε αρχή και τέλος, ενώ Στη Δική Σου Βασιλεία «ουκ έσται τέλος».
Μερικές φορές, όταν συνοδευόμουν από γυναίκα, προκειμένου «ν’ αγγίξω» την ευαισθησία της, έκανα «επιδεικτικές» ελεημοσύνες, φορώντας το «προσωπείο» του καλού ανθρώπου, παρουσιάζοντας έτσι ένα χαρακτήρα «διαφορετικό» από τους άλλους, τους «κακούς και αδιάφορους», ενώ εγώ ο «καλός»… «βοηθούσα» έναν από τους αδελφούς Σου, προβάλλοντας ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΣΕΝΑ αυτό που ίσως θα ήθελα να ήμουν, αλλά δεν είμαι.
Να συνεχίσω Θεέ μου; Έχω κι άλλα να Σου πω και να Σου κατονομάσω. Κι άλλα πολλά, ακόμη… δεν ξέρω γράφοντάς τα πού θα φτάσω. Θα συνεχίσω όμως… πρέπει να τα «βγάλω» από μέσα μου, θέλω να «ξαλαφρώσω», το έχω ανάγκη!
Όταν έρχονται τα Χριστούγεννα, δε σκέφτομαι τίποτα άλλο περισσότερο από το φαγητό και το γλέντι που θα κάνω εκείνες τις μέρες. Μ’ ενδιαφέρει να κάνω επίδειξη της οικονομικής μου ευμάρειας, στολίζοντας το μπαλκόνι μου με πολύχρωμα λαμπάκια και φωτοσωλήνες. Κατόπιν το ίδιο μ’ ενδιαφέρει και για το εσωτερικό του σπιτιού μου. Θέλω να στολίσω ένα μεγάλο χριστουγεννιάτικο δέντρο, με πολλές μπάλες και λαμπάκια και κάτω απ’ αυτό να βάλω δώρα για όλους. Τρέχω στο super market και στην αγορά για ψωνίσω τα καλύτερα κρέατα για το τραπέζι μου, να καλέσω φίλους στο σπίτι για να χρησιμοποιήσω και το καινούργιο σερβίτσιο που αγόρασε η γυναίκα μου, επιδεικνύοντας για μια ακόμη φορά στους καλεσμένους μου πόσο καλά στέκω οικονομικά. Για νηστεία, προσευχή, ελεημοσύνη και πράξεις αγάπης προς το συνάνθρωπο, ουδέποτε σκέφτομαι και δε μ’ απασχολεί. Αφού είμαι καλά εγώ και η οικογένειά μου, άσε τους άλλους να… «κουρεύονται». Μήπως φταίω εγώ που είναι έτσι, ή μήπως εγώ θα… «σώσω» τον κόσμο;
Βάζω το ξυπνητήρι στις 04:45, μήπως και αξιωθώ να ξυπνήσω και να πάω, έστω από περιέργεια ν’ ακούσω και να παρακολουθήσω τη Θεία Λειτουργία για τη Γέννηση του Υιού και Λόγου Σου, αλλά πώς να ξυπνήσω, όταν το προηγούμενο βράδυ είχαν έρθει «οικογενειακοί φίλοι» στο σπίτι και είχαμε αδειάσει δυο μπουκαλάκια ουίσκι… το κρύο τσουχτερό, το καλοριφέρ δεν καίει εκείνη την ώρα, το πάπλωμα βαρύ και ζεστό και η γνωστή φωνή μέσα στο μυαλό μου: «Άντε τώρα, πού θα τρέχεις; Δεν πειράζει, ξεκουράσου λίγο ακόμη, καμιά ωρίτσα το πολύ…δεν θα είναι κανείς ακόμη στην εκκλησία, μόνο ο παπάς, οι ψάλτες και μερικοί παππούδες και γιαγιάδες που δεν έχουν τι άλλο να κάνουν και ξυπνάνε από τα άγρια χαράματα…μετά θα μαζευτεί ο πολύς κόσμος…χαλάρωσε λιγάκι ακόμα…εξ’ άλλου εσύ έτρεχες εχθές σαν παλαβός για να τα προλάβεις όλα. Είσαι άξιος, τίμιος και σωστός οικογενειάρχης. Ο Θεός βλέπει τι κάνεις. Θα σε συγχωρήσει, μην αγχώνεσαι…». Κι όταν ανοίξω τα μάτια μου, η ώρα είναι 10.30. Να πάρει η ευχή. Πάλι δεν πήγα.
Κι αυτό συνεχίζεται, για χρόνια!! Το ίδιο ακριβώς. Ούτε καν σκέφτηκα να μπω στη διαδικασία Ουράνιε Πατέρα Μου να Σε παρακαλέσω, έστω με μια ταπεινή, απλή και εγκάρδια προσευχή να με Βοηθήσεις να ξυπνήσω, για να μη χάσω τις χαρμόσυνες ψαλμωδίες που αναγγέλλουν το μήνυμα της μεγάλης αυτής γιορτής.
Τα ίδια και χειρότερα κάνω το Πάσχα. Έχω εφεύρει δική μου νηστεία εγώ, διότι η Δική Σου, δεν με βολεύει. Την κάνω με πολλές παραλλαγές, αναλόγως κάθε φορά τι είναι πιο εφικτό. Άλλες φορές, νηστεύω μόνο το κρέας, γιατί το γάλα μου είπε ο γιατρός πως πρέπει να το πίνω σα «φάρμακο» για το στομάχι μου. Εξ’ άλλου δεν μπορώ να πιω nes-café χωρίς γάλα (αυτό κι αν είναι δικαιολογία…). Άλλοτε πάλι, αποφασίζω να νηστεύσω τις τελευταίες δέκα ημέρες, γιατί σαράντα είναι πολλές. Κάποιες φορές, νηστεύω από τη Μ. Τετάρτη ως τη Μ. Παρασκευή. Και το βράδυ της Μ. Παρασκευής, βγαίνω με παρέα στο κοντινό ταβερνάκι και τρώω καλαμαράκια, χταποδάκι και άλλα «νηστίσιμα» εδέσματα. ΕΣΥ που νήστεψες και Πέθανες επάνω στο σταυρό, για να Σώσεις εμένα τον ανάξιο και τρισαμαρτωλό, Μπόρεσες. Εγώ…όχι βέβαια.
Έχω παρανοήσει την έννοια της νηστείας. Η τηλεόραση διαφημίζει πάντα την περίοδο των εορτών, νηστίσιμα «εδέσματα», τα οποία αυξάνουν το περιθώριο των επιλογών μου. Νομίζω πως μόνο η νηστεία του φαγητού αρκεί. Κάποια στιγμή λοιπόν που αποφάσισα να την κάνω, άρχισε ο «μισόκαλος» να μου επιτίθεται από το…Internet. Οφθαλμοπορνεία, μια σύγχρονη αμαρτία, αποκύημα της τεχνολογίας. Ιστοσελίδες πορνοθεαμάτων, ακόμη και live κάμερες με «ζωντανά» θεάματα… Κι εκεί παραδόθηκα στο πάθος. Οι δαίμονες δεν μου επιτρέπανε ούτε το χέρι μου να κουνήσω για να κλείσω τη ιστοσελίδα.
Ας μη ξεχάσω ν’ αναφέρω, τον αγώνα μου για την προετοιμασία της μαγειρίτσας, του αρνιού και του κοκορετσιού, συνεπαγόμενων και των υπολοίπων «τρεχαμάτων» στο super market για την εξασφάλιση της υπερ-πληρότητας του τραπεζιού μου.
Δεν θα παραλείψω να πω πως όλες αυτές τις δουλειές τις κάνω τα απογεύματα της Μεγάλης Εβδομάδας. Τότε θα τα θυμηθώ όλα. Το βράδυ, σιγά μη τρέξω στην εκκλησία. Θα πάω μόνο τη Μ. Πέμπτη, αν προλάβω και μόνο για να προσκυνήσω τον Εσταυρωμένο. Τότε με «πιάνει» η κατάνυξη. Θα αγοράσω κι ένα λουλουδένιο στεφάνι (τελευταία μόδα) για να το εναποθέσω κι αυτό επιδεικτικά στο Σταυρό Σου και να Σε ασπασθώ με φιλί χειρότερο απ’ αυτό του Ιούδα και να φύγω τρέχοντας στο σπίτι για να συνεχίσω το καθάρισμα των εντέρων για το κοκορέτσι. Αν μου τηλεφωνήσει κάποιος φίλος και μου προτείνει να πάμε για ένα «ποτάκι στα γρήγορα», δε θα πω όχι. Εσύ στο Σταυρό Σου κι εγώ στο μπαράκι. Τότε που Πέθανες Εσύ για μένα, δεν είχε τέτοια ωραία «μπαράκια» σαν τα σημερινά, με μουσική που «ξεσηκώνει» τις αισθήσεις και με ωραίες σερβιτόρες (όλες με το χαμόγελο, γλυκομίλητες και ντύσιμο, ανάλογο).
Τη Μ. Παρασκευή το πρωί, θ’ ανοίξω την τηλεόραση και θ’ ακούω τη Θεία Λειτουργία, πίνοντας το καφεδάκι μου, καπνίζοντας το τσιγαράκι μου και αφού ντυθώ και κουστουμαριστώ ευπρεπώς (αν είχε πεθάνει κάποιος δικός μου, θα ήμουν αξύριστος και ατημέλητος… εξ’ άλλου Εσύ Πέθανες μια φορά πριν από 2000 χρόνια περίπου και όλα αυτά είναι συμβολικά και γίνονται «εις ανάμνησιν του γεγονότος») θα πάω στη εκκλησία σαν καλός υποκριτής και Φαρισαίος και θα παραστώ στην Ακολουθία της Αποκαθήλωσης και όπως και σε άλλες θείες λειτουργίες, θα κοιτάζω αριστερά και δεξιά τις γυναίκες, περιμένοντας το τέλος, για να προσκυνήσω τον Επιτάφιο και τότε, θα θυμηθώ να Σε Παρακαλέσω, να με Συγχωρήσεις για όσες αμαρτίες έκανα μέχρι σήμερα και να σου ψευτο-υποσχεθώ ότι θα προσπαθήσω να μη τις ξανακάνω, ξέροντας καλά πως απομακρυνόμενος από εκεί, θα παραδοθώ «αμαχητί» στον πρώτο αμαρτωλό λογισμό του «μισάνθρωπου» σατανά.
Το απογευματάκι, θα περάσω από τους Επιταφίους των διαφόρων εκκλησιών της πόλης μου και θα πάω κι εκεί να προσκυνήσω και να πω τα ίδια ακριβώς (πάλι θα πάω για να ζητήσω).
Το βραδάκι, θα πάρω την οικογένειά μου, θα αγοράσω από ένα «κερί –κεράκι» από τους πάγκους που σκόπιμα έχουν στηθεί έξω από την εκκλησία και θα συμμετάσχω στην περιφορά του Αγίου Επιταφίου, χωρίς καν να έχω καταλάβει το σκοπό για τον οποίο γίνεται. Θ’ ακολουθήσω τη μάζα και θα κάνω ότι κάνουν όλοι, γιατί όλοι σχεδόν αυτό κάνουν τη μέρα εκείνη.
Το Μ. Σάββατο, θα προσέρθω στην εκκλησία στις 23:50, τη στιγμή που ο παπάς θ’ αρχίσει να μοιράζει το Άγιο Φως. Θα τρέξω πρώτος και καλύτερος να ανάψω τη λαμπάδα μου την οποία αγόρασα από επιλεγμένο κατάστημα. Η κόρη μου φέτος ήθελε λαμπάδα «Barbie» και ο γιος μου «Spiderman».
Μόλις οι ιερείς ψάλλουν το «Χριστός Ανέστη» θα ανταλλάξω ευχές με την οικογένειά μου και τους εκεί παρευρισκόμενους γνωστούς, θα τσουγκρίσουμε τ’ αυγά, θα πετάξουμε μερικές κροτίδες «έτσι για το καλό» και μέχρι τις 12:10 θα έχουμε φύγει για το σπίτι όπου η ζεστή μαγειρίτσα μας περιμένει. Ξέρω καλά πως η Θεία Λειτουργία τελειώνει γύρω στις 02:30, αλλά σιγά μη καθίσω να την ακούσω ολόκληρη. Εξ’ άλλου φεύγουν σχεδόν όλοι, πλην ελαχίστων. Θα κάνω κι εγώ ότι κάνουν οι περισσότεροι.
Για τις άλλες γιορτές και νηστείες της Εκκλησίας, να μη Σου πω τίποτα καλύτερα. Εκτός απ’ τη γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και των Θεοφανείων, οι άλλες «δεν με αγγίζουν» ιδιαίτερα.
Ουράνιε Πατέρα μου, Γλυκύτατε Θεέ μου, ακόμη δε με Βαρέθηκες; Δε Σου είπα τίποτα καινούργιο και τίποτα παραπάνω. Αλλά νιώθω πως Εσύ με Παρακινείς να το κάνω και δε σταματώ αν δεν τα πω όλα. Θα συνεχίσω λοιπόν να γράφω, γιατί η ψυχή μου, είναι ακόμη «φορτωμένη» με δυσβάσταχτο φορτίο. Θα σου πω για την καθημερινότητά μου, αυτή που ζω εδώ και πολλά χρόνια.
Η κάθε ημέρα μου αρχίζει αφότου πιω τον καφέ μου και «ανοίξει» το μάτι μου. Όταν ανοίξω τα μάτια μου μετά τον ήχο του ξυπνητηριού, το πρώτο πράγμα που σκέφτομαι είναι η δουλειά που με περιμένει και πως θα μπορέσω με τον καλύτερο τρόπο ν’ ανταπεξέλθω. Μ’ ενοχλούν η βροχή, η συννεφιά και η κακοκαιρία, γιατί έχω τα «ψυχολογικά» μου και μου «ρίχνουν» τη διάθεση. Δε σκέφτομαι τίποτα άλλο, παρά μόνο πώς θα «διέλθω το μήκος της ημέρας»… ούτε καν ότι με Αξίωσες ν’ ανοίξω τα μάτια μου και ν’ αντικρύσω για άλλη μια φορά το φως της ημέρας. Δε μου περισσεύουν ούτε μερικά δευτερόλεπτα, έστω να κάνω το σταυρό μου και να Σ’ ευχαριστήσω, γιατί χτυπάει το κινητό μου και πρέπει άμεσα ν’ απαντήσω.
Αν κατά τη διάρκεια της μέρας μου πουν ότι χτύπησε το παιδί μου στο σχολείο, θα νευριάσω και θα πω μέσα μου : «Τώρα βρήκε να γίνει κι αυτό; Τώρα που πνίγομαι, που τρέχω και δεν προλαβαίνω;» . Θα τρέξω για να το πάρω και να το πάω στο γιατρό και θα είμαι μέσα στα νεύρα γιατί «μου χάλασε η δουλειά». Αλλιώς τα είχα σχεδιάσει και αλλιώς μου βγήκανε. Δεν Σε ρώτησα ποτέ τι Θέλεις Εσύ για μένα ή γιατί μου συμβαίνει το οτιδήποτε. Το δικό μου θέλημα μ’ ενδιαφέρει και όλα πρέπει να γίνονται πάντα σύμφωνα με τα δικά μου σχέδια, έστω κι αν αυτά είναι αμαρτωλά. Όλα θα πρέπει να έχουν κέντρο το εγώ μου και γύρω απ’ αυτό θα πρέπει να περιστρέφονται άνθρωποι και ενέργειες. ΕΣΥ, μάλλον μου τα χαλάς αντί να με Βοηθάς. Έτσι έμαθα εγώ να τα βλέπω γιατί μέχρι πρότινος, δεν βρέθηκε στο δρόμο μου κανείς να μου πει ότι Εσύ επιτρέπεις να συμβαίνουν διάφορα αναπάντεχα στη ζωή μου για να με ξυπνάς από το λήθαργο της αμαρτίας στον οποίο εγώ έχω πέσει και μου αρέσει.
Αναλώνω την ημέρα μου «ταλαιπωρώντας» το μυαλό μου με «αριστερούς» λογισμούς, όπως έλεγε ο σοφός Γέρων Παίσιος και δεν προσπαθώ ν’ ανακαλύψω τον τρόπο με τον οποίο θ’ ανοίξω τα μάτια της ψυχής μου για «να δω τα πράγματα αλλιώς».
Οι μέρες της ζωής μου κυλάν χωρίς να σκέφτομαι καν ότι έχω ψυχή και πως αυτή τελικά θα μου μείνει όταν θα έλθει η ώρα να με Καλέσεις. Όλα τα υπόλοιπα για τα οποία παλεύω και αγωνίζομαι, τα «χρηστά» αλλά και τα «ά-χρηστα», είναι υλικά, επίγεια, πρόσκαιρα, μάταια και θα μείνουν εδώ στη γη, μαζί με το σώμα που τα έπραξε.
Νιώθω μια θλίψη, μια μοναξιά και ένα ρίγος διαπερνά το σώμα μου στην ιδέα πως όλα αυτά κάποια στιγμή θα τελειώσουν. Όσο κι αν κρατώ αυτή τη σκέψη σε απόσταση, πάλι με πλησιάζει και δε μ’ αφήνει να ησυχάσω. Νιώθω πως κάτι πρέπει να κάνω. Πρέπει να ενεργοποιηθώ, αλλά πως; Από πού ν’ αρχίσω;
Είναι Σαββατόβραδο και «ο κόσμος», είθισται να βγαίνει έξω, (τώρα βέβαια λόγω της οικονομικής κρίσης κι αυτό έχει εκλείψει) είτε για φαγητό, (κλασσική «ατάκα» απάντησης του Έλληνα όταν ρωτηθεί για το πώς πέρασε : «Περάσαμε υπέροχα. Βγήκαμε έξω, φάγαμε, ήπιαμε…» ), είτε για «ποτό», χορό και διασκέδαση μέχρι πρωίας. Να κάνω κι εγώ το ίδιο; Τόσα χρόνια το κάνω και ανατρέχοντας με το μυαλό μου πίσω, δεν έχω να θυμηθώ και κάτι το συγκλονιστικό. Απεναντίας, τα ίδια και τα ίδια. Αυτά λοιπόν τα «ίδια» τα έχω δει άπειρες στην τηλεόραση, τον «πρώτο ξάδερφο του σατανά» κι εγώ τα έχω υιοθετήσει, ενστερνιστεί και μετατρέψει σε τρόπο ζωής. Εξ’ άλλου, έχει μείνει ιστορική η έκφραση « το είπε και η τηλεόραση», για να φανεί πόσο έχει επηρεάσει τη ζωή αλλά κυρίως την ψυχή μας.
Ουράνιε Πατέρα μου και Δημιουργέ μου, δε νιώθω καθόλου καλά. Έχω αρχίσει και τα χάνω. Παραπαίω και πάνω στα ήδη υπάρχοντα λάθη έχω αρχίσει και προσθέτω κι άλλα…κι άλλα, μέχρι να καταστραφώ τελείως.
Έχω παρατήσει την ψυχή μου, έρμαιο των παθών και των χιλιάδων λογισμών και την έχω μετατρέψει σε χωράφι τσουκνίδων, βάτων και παρασίτων. Ξεριζώνω ένα αγκαθόφυτο και ξαφνικά φυτρώνουν άλλα δέκα. Ούτε που κατάλαβα πως όλα αυτά τα χρόνια ο «πονηρός» έσπερνε μέσα μου το σπόρο της αμαρτίας. Εγώ του το επέτρεψα και πλέον αυτού, του έδωσα και την «άδεια» να τον «καλλιεργεί» και να τον «εκμεταλλευτεί».Αλλά, έστω κι αυτό να έκανα, γιατί είμαι αδύναμος, το παραδέχομαι, Εσύ Πατέρα Μου γιατί τον Άφησες να το κάνει;
Όσο κι αν κάνω το σταυρό μου, όσο κι αν «φιλάω» τις Άγιες Εικόνες, όσο κι αν παρακαλάω μέσα μου να σταματήσει αυτό το κακό, είναι σα να ρίχνω νερό σε φωτιά με λάδι. Τόσο και περισσότερο φουντώνει η φωτιά των παθών και των αμαρτιών και με καίει από μέσα μου, ενώ εξωτερικά «φαίνομαι μια χαρά» (και δυο τρομάρες).
Πάω σε γιατρό ψυχολόγο και προσπαθώ να του περιγράψω το πρόβλημά μου. Εκείνος μ’ ακούει με υπομονή και συγκατάβαση και μου προτείνει διάφορες λύσεις, π.χ ν’ ασχοληθώ με διάφορα χόμπι και να γεμίσω εποικοδομητικά το χρόνο μου για να μη σκέφτομαι. Έλα όμως, που όσο κι αν προσπαθώ να μη τα σκέφτομαι, με σκέφτονται «αυτά» κι έρχονται συνεχώς μπροστά μου και φωνάζουν, ζητώντας ικανοποίηση.
Ναι Θεέ μου, έτσι ακριβώς έχουν τα πράγματα. Το Βλέπεις κι Εσύ, ότι πλέον βρίσκομαι σε απόγνωση και στα πρόθυρα κατάθλιψης. Όλοι με ρωτάνε συνέχεια:«τι έχεις; Γιατί είσαι έτσι;» και δεν μπορώ σε κανέναν ν’ απαντήσω, ούτε και να περιγράψω αυτό που βιώνω. Γιατί δεν είναι μόνο ένα. Είναι πολλά, τόσα και περισσότερα από τα κύτταρα του οργανισμού μου και το τρομακτικότερο είναι ότι συνεχώς πολλαπλασιάζονται με «καρκινικούς» ρυθμούς και «παράγουν» διάφορα αμαρτωλά «υποπροϊόντα» τα οποία ούτε που καταλαβαίνω πως τυγχάνει και βρίσκονται μέσα μου, χωρίς την «άδειά μου».
Τι να κάνω Πατέρα μου; Που να πάω να γιατρευτώ; Τι; Μου Είπες να πάω σε πνευματικό; Ναι; Τι θα του πω Πατέρα μου; Πώς θ’ ανοίξω το στόμα μου και πού θα πρέπει να κοιτάω όταν θα του λέω όλες τις «ακατονόμαστες» πράξεις αλλά και σκέψεις μου; Κατάλαβα… Ο άνθρωπος αυτός έτσι και μ’ ακούσει, από αυτά και μόνο που θα του πω, θα ξεχάσει ό,τι ήξερε κι έχει ακούσει μέχρι τώρα.
Είσαι ακόμη εδώ Δημιουργέ μου; Ακόμη με Περιμένεις; Ακόμη δε με Σιχάθηκες; Ακόμη κι αν πω όλα αυτά και μου διαβάσει τη συγχωρητική ευχή εγώ πάλι φοβάμαι πως θα τα ξανακάνω. Τι; Να εξομολογηθώ πάλι; Αφού έχω πάλι σκοπό να τα ξανακάνω. Δεν Εξοργίστηκες ακόμη Πατέρα μου; Ρίξε μου μια γερή σφαλιάρα στο κεφάλι μήπως και συνέλθω. Τι μου Είπες; Με Αγαπάς και με Περιμένεις; Εμένα το βδέλυγμα, το σίχαμα; Εμένα Περιμένεις; Είσαι Σίγουρος Θεέ μου ότι αυτό το Λες σε μένα; Τι είμαι εγώ μπροστά στη Αιωνιότητά Σου; Ένα τίποτα, με «μπόλικο» καθόλου κι ας καμάρωνα μέχρι πρότινος περπατώντας έξω στο δρόμο σα να είχα «καταπιεί μπαστούνι» πως είμαι κάποιος, με όνομα, θέση, τίτλους, «πνευματικό επίπεδο», πλήρη πνευματική υποδομή και άλλα συναφή.
Τώρα μόλις δειλά – δειλά άρχισα να καταλαβαίνω πως μόνος μου είμαι ένα τίποτα. Μόνο «μηδενικά» είμαι ικανός να δημιουργώ. Ό,τι κι αν κάνω, το Βλέπεις, Στεναχωριέσαι, το Καταπίνεις και δε Μιλάς. Κάνεις υπομονή μαζί μου και Περιμένεις. Τόσα χρόνια, τόσες χιλιάδες μέρες και ώρες αμαρτίας, Εσύ τις Έβλεπες, τις Ανεχόσουν και δε μιλούσες. Αν Είχες Πατέρα μου το «δικό μας σκεπτικό», θα έπρεπε να με είχες καταδικάσει «μυριάκις» εις θάνατο, με την πιο απάνθρωπη μέθοδο. (…και η αμαρτία μου ενώπιον μου εστί διαπαντός).
Αρχίζω να τρομάζω αφάνταστα, αλλά συνάμα και να ελπίζω ( Η Ελπίς μου ο Πατήρ, καταφυγή μου ο Υιός, Σκέπη μου το Πνεύμα το Άγιον).
Ώστε μ’ Αγαπάς ακόμα; Ακόμα και σ’ αυτή την κατάντια; Ήσουν Παρών την ώρα που αμάρτανα, που ασελγούσα, που βλαστημούσα, που κορόιδευα, που υποκρινόμουν, που έπαιζα με την Υπομονή Σου, που άκουγα τον «μισόκαλο» εχθρό μου να με παρασύρει στο βούρκο, Κατάπινες τη «χολή» που Σου έδινα να πιείς, λες και δεν έφτανε μια φορά στο Γολγοθά και δε Μιλούσες; Ήξερες τι μου συνέβαινε, Ένιωθες όπως εγώ Ένιωθα και Περίμενες υπομονετικά τη μεταστροφή μου;
Τελικά δεν με Άφησες ποτέ. Δεν με Ξέχασες καθόλου. Ήσουν και Είσαι «πανταχού Παρών και τα πάντα Πληρών». Κι αν μάλωσα με ανθρώπους και πολλούς πλήγωσα… κι αν ακόμη με άλλους δε μιλάω… κι αν εκμεταλλεύτηκα ανθρώπους και καταστάσεις και μετά το διασκέδαζα νιώθοντας υπερηφάνεια και αλαζονεία για τα κατορθώματα μου, Ο ΜΟΝΟΣ ΠΟΥ ΔΕ ΜΕ ΑΦΗΣΕ ΠΟΤΕ ΕΙΣΑΙ ΕΣΥ, Η ΠΡΟΣΩΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΑΛΟΣΥΝΗΣ.
Όταν κάποιες φορές άκουγα την έκφραση «Θείος Έρωτας», γελούσα και κορόιδευα από μέσα μου, γιατί για το μόνο έρωτα που είχα μάθει ήταν ο σαρκικός και ο πνευματικός (ή και ο «Πλατωνικός»). Δεν μπορούσα ποτέ να «συλλάβω» με το φτωχό μου το μυαλό το μεγαλείο της Αγάπης Σου, της Υπομονής Σου, της Καλοσύνης Σου, τα οποία ηχούν στ’ αυτιά μου τόσο όμορφα, σαν τους ήχους της καμπάνας μιας εκκλησίας.
Ουράνιε Πατέρα μου, συγχώρεσέ με τον τρισάθλιο. Είτε ενσυνείδητα, είτε ασυνείδητα, είτε εκούσια, είτε ακούσια, έκανα αυτά τα φοβερά εγκλήματα. Ακόμη και τώρα που Σου γράφω, ο «μισόκαλος» με πολεμάει και μου δημιουργεί συναισθήματα ενοχής. «Πως τολμάς και τα λες όλα αυτά, πως διανοείσαι και τα γράφεις, όταν σε δυο ώρες από τώρα ετοιμάζεσαι ν’ αμαρτήσεις πάλι; Είδες τι είσαι; Φαρισαίος Υποκριτής και επιδειξίας, αυτό είσαι». Αυτά κι άλλα πολλά μου λέει.
Προσπαθώ να τον αποκρούσω με την Ευχή ( Κύριε ημών Ιησού Χριστέ ελέησέ με τον αμαρτωλό και σώσε με. Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς.), όσο δύσκολο κι αν φαίνεται. Και επιτέλους, μετά από πολλές επαναλήψεις, συνειδητά όμως, το πετυχαίνω. Η Ευχή λειτουργεί, όπως ακριβώς δρα μια παυσίπονη ένεση, όχι άμεσα, αλλά μετά από λίγο. Έτσι την Έκανες Εσύ Πατέρα μου να λειτουργεί. Έτσι Περίμενες εγώ να κάνω.
Το Σχέδιο «Σωτηρία Ψυχής» που Έχεις Εκπονήσει για μένα, αρχίζει να τίθεται σε εφαρμογή. Είναι μακροπρόθεσμο Σχέδιο και χρειάζεται πολύ αγώνα, κόπο και υπομονή. Είναι φτιαγμένο για όλους μας, γιατί, όλους Μας Αγαπάς. Όλους Μας Περιμένεις στην Ουράνια Βασιλεία Σου.
Θέλεις αγώνα από μένα, αλλά μου δίνεις την προσευχή. Μ’ αυτή λοιπόν θ’ αγωνιστώ και μ’ αυτή θα βαδίσω από εδώ και πέρα. Ακόμη και τα ίδια να ξανακάνω, πλέον θα ξέρω πώς να γιατρευτώ. Θα έχω πάντα τον Πνευματικό μου και θα τον κάνω τον πιο καλό μου φίλο. Εκεί, θα αναπαύω την ψυχή μου και θα την ανοίγω, ξέροντας καλά ότι μόνο καλό θα μου κάνει, θα είναι εχέμυθος και αν χρειαστεί να μου βάλει κανόνα, θα πρέπει να υπακούσω με σεβασμό και ευλάβεια, όπως όταν πάω στον παθολόγο και μου πει πως π.χ πρέπει να περιορίσω τα «βαριά» φαγητά διότι μου προξενούν κακό στο στομάχι και στην καρδιά.
Σου υπόσχομαι ότι ακόμη κι αν με πετύχουν οι «σφαίρες» του εχθρού, δε θα μείνω πεσμένος, αλλά θα Σου ζητήσω να με Βοηθήσεις να σηκωθώ για να αξιωθώ να φτάσω εκεί που ήμουν πριν, ώστε να συνεχίσω τον αγώνα μου, μέχρι να καταφέρω να έλθω κοντά Σου. Δεν τελείωσα όμως εδώ. Έχω κι άλλα που θα σου τα γράψω σε επόμενη επιστολή μου. Σ’ ευχαριστώ όμως που με Παρακίνησες και μ’ Αξίωσες, έστω και αυτά τα λίγα να σου γράψω.
Και αν μέχρι και τη στιγμή αυτή που τελειώνω, Σε έχω πικράνει, πληγώσει και απογοητεύσει με τα αμέτρητα (σαν τ’ άστρα του ουρανού) ψέμματά μου, ό,τι Σου έχω γράψει και «καταθέσει» από «ψυχής» εδώ μέσα, είναι όλα αληθινά.
Αμήν. Τέλος και τω Θεώ δόξα. (…συνεχίζεται)
Νικόλαος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου